- σπληνίσκον
- τὸ, Α [σπλήν, -ηνός]ο σπληνίσκος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπληνίσκον — neut nom/voc/acc sg σπληνίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπληνίσκου — σπληνίσκον neut gen sg σπληνίσκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπληνίσκῳ — σπληνίσκον neut dat sg σπληνίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek